λοκάουτ, το

λοκάουτ, το
λοκάουτ, το και λοκ άουτ, το άκλ. (λ. αγγλ.), ανταπεργία, η άρνηση των εργοδοτών να δώσουν εργασία στους εργάτες: Το λοκάουτ έπληξε την αποτελεσματικότητα της απεργίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανταπεργία — Η αναστολή των εργασιών μιας επιχείρησης από τους εργοδότες, οι οποίοι κλείνουν τα εργοστάσιά τους για να ασκήσουν πίεση στους εργάτες. * * * η (ξεν. λόκαουτ), απεργία των εργοδοτών σε ένδειξη διαμαρτυρίας, συνήθως, για εργατικές διεκδικήσεις… …   Dictionary of Greek

  • ανταπεργία — η σταμάτημα της εργασίας από τους εργοδότες ως αντίδραση σε απεργία εργατών: Στην απεργία των εργατών υφαντουργίας οι εργοδότες απάντησαν με ανταπεργία (λοκάουτ) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”