- λοκάουτ, το
- λοκάουτ, το και λοκ άουτ, το άκλ. (λ. αγγλ.), ανταπεργία, η άρνηση των εργοδοτών να δώσουν εργασία στους εργάτες: Το λοκάουτ έπληξε την αποτελεσματικότητα της απεργίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.